- πολυδάκρυτος
- πολυδάκρῡτος , πολυδάκρυτοςmuchweptmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυδάκρυτος — η, ο / πολυδάκρυτος, ον, ΝΜΑ ο πολύδακρυς. επίρρ... πολυδακρύτως, Α με πολλά δάκρυα, με πολλούς θρήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. αξιο δάκρυτος] … Dictionary of Greek
πολυδακρύτως — πολυδακρύ̱τως , πολυδάκρυτος muchwept adverbial πολυδακρύ̱τως , πολυδάκρυτος muchwept masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδάκρυτον — πολυδάκρῡτον , πολυδάκρυτος muchwept masc/fem acc sg πολυδάκρῡτον , πολυδάκρυτος muchwept neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιδάκρυτος — ἀμφιδάκρυτος, ον (Α) ο γεμάτος δάκρυα, πολυδάκρυτος, πολυθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δακρυτός < δακρύω] … Dictionary of Greek
πολυδακρύτοιο — πολυδακρύ̱τοιο , πολυδάκρυτος muchwept masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδακρύτου — πολυδακρύ̱του , πολυδάκρυτος muchwept masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδακρύτους — πολυδακρύ̱τους , πολυδάκρυτος muchwept masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδακρύτων — πολυδακρύ̱των , πολυδάκρυτος muchwept masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδάκρυτα — πολυδάκρῡτα , πολυδάκρυτος muchwept neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)